δευτέρωμα

δευτέρωμα
το (Μ δευτέρωμα)
η επανάληψη
νεοελλ.
1. το δεύτερο όργωμα, το δεύτερο σκάψιμο
2. ο δεύτερος γάμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δευτέρωμα — repetition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρωμα — το η επανάληψη μιας ενέργειας: Το δευτέρωμα του ίδιου λάθους, δε δείχνει άνθρωπο σοφό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δευτερώματος — δευτέρωμα repetition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερί — και δευτεριό, το 1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα 2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού 3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο …   Dictionary of Greek

  • διβόλητος — και τός και τρος (Α) βωλοκόπημα, σβάρνισμα, δευτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίβολος. Ο τ. διβόλητρος, με επίθημα τρος, δηλωτικό οργάνου] …   Dictionary of Greek

  • διβόλισμα — το [διβολίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού διβολίζω, δευτέρωμα …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՐՈՐԴՈՒՄՆ — (դման.) NBH 1 0702 Chronological Sequence: Early classical գ. δευτέρωμα secundus actus Երկրորդելն, իլն. կրկնումն. իսկ Երկրորդումն օրինաց, իմա՛ կրկնումն օրինաց տուելոց. Δευτερονόμιον Deuteronomium *Երկրորդումն օրինաց: Գրեսցես նմա զերկրորդումն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”